- ευωπός
- εὐωπός, -όν (ΑΜ)1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη2. συνεκδ. αυτός που είναι ευχάριστος σε κάποιον, φιλικός, ευνοϊκός3. αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐωπόςείδος θαλάσσιου ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωπος (< *ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- τής ρίζας οπ- (πρβλ. όπ-ωπα, όψομαι). Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάλ. -ωπός*].
Dictionary of Greek. 2013.